- κτήνους
- κτή̱νους , κτῆνοςflocks and herdsneut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πήρωση — η / πήρωσις, εως, ΝΜΑ [πηρώ] 1. βλάβη ή ατέλεια, αναπηρία, ανικανότητα ενός μέλους τού σώματος ή μιας αισθήσεως (α. «γῆρας ὁλόκληρός ἐστι πήρωσις», Δημόκρ. β. «πήρωσις ἀκοῆς», Πλούτ.) 2. (ειδ.) η τύφλωση («καὶ ὁ ἥλιος φανεὶς ἰᾱται τὴν πήρωσιν»,… … Dictionary of Greek
скотий — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} прил. (греч. τοῦ κτήνους) прил. скотский. … … Словарь церковнославянского языка
αποκτήνωση — κ. χτήνωση, η η απώλεια των ψυχικών ή διανοητικών ιδιοτήτων του ανθρώπου, η κατάπτωση κάποιου σε κατάσταση κτήνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποκτηνώ ( ώνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Παν. Ι. Χαλκιόπουλο] … Dictionary of Greek
κτηνάνθρωπος — και χτηνάνθρωπος, ο άνθρωπος που έχει ένστικτα, διαθέσεις και εκδηλώσεις κτήνους, απάνθρωπος και σκληρός ή ακόλαστος και ασελγής, ανθρωπόμορφο κτήνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + άνθρωπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
κτηνίτης — κτηνίτης, ὁ (Μ) ως επίθ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κτήνος, κτηνικός 2. οδηγός κτήνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + κατάλ. ίτης (πρβλ. κτηματ ίτης, μεσ ίτης)] … Dictionary of Greek
κτηνομέτωπος — κτηνομέτωπος, ον (Μ) αυτός που έχει μέτωπο ή όψη, τη μορφή κτήνους, κτηνόμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + μέτωπος (< μέτωπον)] … Dictionary of Greek
κτηνόμορφος — η, ο (Μ κτηνόμορφος, ον) αυτός που έχει μορφή κτήνους, κτηνώδης στη μορφή, ζωόμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + μορφος (< μορφή)] … Dictionary of Greek
Μπρούνο, Τζορντάνο — (Giordano Bruno, Νόλα 1548 – Ρώμη 1600). Ιταλός φιλόσοφος. Το βαπτιστικό του όνομα ήταν Φιλίπο, αλλά έλαβε το όνομα Τζορντάνο όταν, σε ηλικία δέκα οχτώ ετών, μπήκε σε μοναστήρι Δομινικανών στη Νάπολη. Πνεύμα ανήσυχο, φύση ορμητική και μαχητική,… … Dictionary of Greek
κτηνάνθρωπος — ο ο άνθρωπος που έχει ένστικτα και διαθέσεις κτήνους, ο απάνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
pank-, pang- — pank , pang English meaning: to swell Deutsche Übersetzung: ‘schwellen” Note: bedeutungs and ursprungsverwandt with baxmb , paxmp , bu , pu etc. (above S. 94 f.) “inflate, bloat, schwellen” Material: Lat. pünus (*pank no )… … Proto-Indo-European etymological dictionary